πατιά
(ουσ. θηλ.)
πατιά
[pa'tça]
Ανακ., Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. badya ή batya = μεγάλο κιούπι.
1. Μεγάλο πήλινο δοχείο για τη φύλαξη του τυριού
Ανακ.
2. Χύτρα
Ποτάμ.