ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατιά (ουσ. θηλ.) πατιά [pa'tça] Ανακ., Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. badya ή batya = μεγάλο κιούπι.
1. Μεγάλο πήλινο δοχείο για τη φύλαξη του τυριού Ανακ.
2. Χύτρα Ποτάμ.