πατάχας
(ουσ. αρσ.)
πατάχας
[paˈtaxas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. batak = μπαταχτσής, κακοπληρωτής (THADS, λ. batak I).
Καταχρεωμένος
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025