ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατέρας (ουσ. αρσ.) πατέρα [pa'tera] Γούρδ., Ποτάμ., Τροχ., Φλογ. Μεσν. ουσ. πατέρας < αρχ. πατήρ.
Πατέρας ό.π.τ. : Ήσαν τρία παιριά κι ένα μητέρα κι ένα πατέρα (Ήταν τρία παιδιά και μία μητέρα και ένας πατέρας) Γούρδ. -Dawk. Ετό πατέρα τ' πολύ τ' αγάπανεν (Αυτόν ο πατέρας του τον αγαπούσε πολύ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πατέρα, σών' άλλο, έλα να παραμούμ', βραγιαίνει (Πατέρα, φτάνει πια, έλα να γυρίσουμε σπίτι, βραδιάζει) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. βαβάς