ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πασχαλιάζω (ρ.) πασχαλιάζω [pasxaˈʎazo] Μαλακ. Από το ουσ. πασχαλιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω, και κατά την σημ. της φρ. Χριστού Πάσκα ‘Χριστούγεννα’.
Για νύφες, περνώ την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων με την μητέρα μου : Να πά' να πασχαλιάση ση μάνα τ' (Να πάει να περάσει την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων στην μάνα της) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025