πασχαλιάζω
(ρ.)
πασχαλιάζω
[pasxaˈʎazo]
Μαλακ.
Από το ουσ. πασχαλιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω, και κατά την σημ. της φρ. Χριστού Πάσκα ‘Χριστούγεννα’.
Για νύφες, περνώ την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων με την μητέρα μου
:
Να πά' να πασχαλιάση ση μάνα τ'
(Να πάει να περάσει την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων στην μάνα της)
Μαλακ.
-Νίγδελ.Λ.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025