πάστρεμα
(ουσ. ουδ.)
πάστρεμα
[ˈpastrema]
Γούρδ., Ποτάμ.
Νεότ. ουσ. πάστρεμα (Λεξ. Σομ.) το οπ. από το ρ. παστρεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Καθάρισμα
ό.π.τ.
2. Ξεπάστρεμα, σκότωμα
Ποτάμ.
:
Να σε παστρέψ' το πάστρεμα!
(Να σε ξεπαστρέψει το ξεπάστρεμα· αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327