πασπαλίζω
(ρ.)
πασπαλίζω
[paspa'lizo]
Σίλατ.
Νεότ. ρ. πασπαλίζω, το οπ. από το αρχ. ουσ. πασπάλη = α) αλεύρι β) νεότ., κονιορτός, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ψηλαφώ στο σκοτάδι