ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρχανάς (ουσ. αρσ.) παρχανάς [parxaˈnas] Μισθ. παρχανά [parxaˈna] Μισθ., Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. berhane, barhane (< περσ. bār-ḫāne) = α) αποσκευές ταξιδιού β) αποθήκη αποσκευών γ) οδοιπορική ομάδα, αποστολή, όπου και διαλεκτ. τύπ. barhana και parhana (THADS, λ. barhana I, και parhana).
1. Συνεργείο αποτελούμενο από 4-5 άτομα Μισθ.
2. Παρέα ό.π.τ. Συνών. αρκαντασλίκι :2, γαφλές, σερεχάτι, χελεσέ