παρχανάς
(ουσ. αρσ.)
παρχανάς
[parxaˈnas]
Μισθ.
παρχανά
[parxaˈna]
Μισθ., Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. berhane, barhane (< περσ. bār-ḫāne) = α) αποσκευές ταξιδιού β) αποθήκη αποσκευών γ) οδοιπορική ομάδα, αποστολή, όπου και διαλεκτ. τύπ. barhana και parhana (THADS, λ. barhana I, και parhana).
1. Συνεργείο αποτελούμενο από 4-5 άτομα
Μισθ.