ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάρτος (ουσ. αρσ.) πάρτος [ˈpartos] Φάρασ. Πιθ. από το μεσν. ουσ. πάρδος = μεγαλόσωμο αιλουροειδές (αρχ. σημ. ‘λεοπάρδαλη’).Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pardi, pardı = είδος τσακαλιού (THADS, λ. pardı III, pardi I).
Θηρίο : Πάρτου σπήος (Σπηλιά θηρίου) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.