παρού
(ουσ. ουδ.)
παρού
[paʹru]
Φλογ.
Από το οθωμ. τουρκ. baru (< περσ.) = τοίχος, επάλξεις, όπου και διαλεκτ. τύπ. barı = φράκτης.
Περιτοίχισμα δώματος
:
Σο δώμα ποίκα ένα παρού
(Στο δώμα έφτιαξα ένα περιτοίχισμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
τσεβρίκ