ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρού (ουσ. ουδ.) παρού [paʹru] Φλογ. Από το οθωμ. τουρκ. baru (< περσ.) = τοίχος, επάλξεις, όπου και διαλεκτ. τύπ. barı = φράκτης.
Περιτοίχισμα δώματος : Σο δώμα ποίκα ένα παρού (Στο δώμα έφτιαξα ένα περιτοίχισμα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. τσεβρίκ