παρλαντίζω
(ρ.)
παρλαdίζω
[parlaˈdɯzo]
Αραβαν., Μαλακ., Τελμ.
π͑αρλαdίζω
[pʰarlaˈdɯzo]
Αξ.
παρλατίζω
[parlaˈtizo]
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
π͑αρλατίζω
[pʰarlaˈtizo]
Φάρασ.
π͑αλ-λατίζω
[pʰallaˈtizo]
Φάρασ.
παρλαΐζου
[parlaˈizu]
Μισθ.
παρλαdώ
[parlaˈdo]
Φερτάκ.
παρλαdού
[parlaˈdu]
Ουλαγ.
π͑αρλατώ
[pʰarlaˈto]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Νεότ. ρ. παρλαντίζω, το οπ. από το τουρκ. ρ. parlamak και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε -ώ και -ού με μεταπλασμ. κατά τα ρ. σε -ώ > -ού. Πβ. ποντ. παρλαεύω.
Αμτβ., γυαλίζω, λάμπω, λαμποκοπώ
ό.π.τ.
:
Το βραδύ παρλατίζει ο μαγαράς
(το βράδυ λάμπει η σπηλιά)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ράν’σεν σο ντενgίσ̑’, ‘αν ντο έλιο παρλάdιζεν
(κοίταξε τη λίμνη, σαν το ήλιο έλαμπε)
Τελμ.
-Dawk.
Αμ μπεις τα φορ’σ̑ές του, παρλάdιζαν
(αν πεις τα ρούχα του, έλαμπαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γουμπίζω, παρπαρετίζω, σαφτίζω