ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρλαντίζω (ρ.) παρλαdίζω [parlaˈdɯzo] Αραβαν., Μαλακ., Τελμ. π͑αρλαdίζω [pʰarlaˈdɯzo] Αξ. παρλατίζω [parlaˈtizo] Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ. π͑αρλατίζω [pʰarlaˈtizo] Φάρασ. π͑αλ-λατίζω [pʰallaˈtizo] Φάρασ. παρλαΐζου [parlaˈizu] Μισθ. παρλαdώ [parlaˈdo] Φερτάκ. παρλαdού [parlaˈdu] Ουλαγ. π͑αρλατώ [pʰarlaˈto] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Νεότ. ρ. παρλαντίζω, το οπ. από το τουρκ. ρ. parlamak και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε και -ού με μεταπλασμ. κατά τα ρ. σε > -ού. Πβ. ποντ. παρλαεύω.
Αμτβ., γυαλίζω, λάμπω, λαμποκοπώ ό.π.τ. : Το βραδύ παρλατίζει ο μαγαράς (το βράδυ λάμπει η σπηλιά) Αφσάρ. -Dawk. Ράν’σεν σο ντενgίσ̑’, ‘αν ντο έλιο παρλάdιζεν (κοίταξε τη λίμνη, σαν το ήλιο έλαμπε) Τελμ. -Dawk. Αμ μπεις τα φορ’σ̑ές του, παρλάdιζαν (αν πεις τα ρούχα του, έλαμπαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γουμπίζω, παρπαρετίζω, σαφτίζω