ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαφτίζω (ρ.) σ̑αφτίζω [ʃaˈftizo] Μαλακ., Φάρασ. Παρατατ. σ̑αφτίσκα [ʃaˈftiska] Φάρασ. Αόρ. Γεν. γ' τσάφ'σεν ['tsafsen] Ανακ., Αξ. Από το ουσ. σάφκι, όπου και τύπ. σ̑άφτι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Μτβ., φωτίζω ό.π.τ. : Να φτένεις μέλι, τσ̑αι του γιαρού να γλυτσ̑αινέσκει τα ισάνα̈, τσ̑αι του γιαρού ν'τα σ̑αφτίζει (Να φτιάχνεις μέλι, και το μισό να γλυκαίνει τους ανθρώπους, και το μισό να τους φωτίζει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Αμτβ,, φωτίζω, λάμπω Ανακ., Αξ., Τσουχούρ. : Πότε τσάφ'σεν έλιος, τα φορτσές απλώτ' ξερώτ' τα (Τώρα που φώτισε ο ήλιος, τα ρούχα απλώστε τα, στεγνώστε τα) Αξ. -Μαυροχ. Τα μαλλία του κελέσια μακρέ σαφτίσκανι αντί αλτούνα (Tα μαλλιά της όμορφα μακριά, έλαμπαν σαν χρυσάφι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γουμπίζω, παρλαντίζω, παρπαρετίζω
3. Αμτβ., φωτίζομαι Φάρασ. : Να σ̑αφτίσουν τα φτάλμε σου, να πάρ' του Θεού την ευσ̑ή, τσ̑αι 'στέρου να ειπείς καλημέρα (Να φωτιστούν τα μάτια σου, να πάρεις την ευχή του Θεού, και τότε να πεις καλημέρα) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
4. Γυαλίζω Μαλακ.
5. Αστράφτω Μαλακ., Φάρασ. : || Φρ. σ̑άφτισανε τ' άστρα μπρον ντου (Άστραψαν τα άστρα μπρος του˙ Είδε τον ουρανό σφοντύλι· όταν κάποιος δεχόταν δυνατό χαστούκι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αστράφτω