σαφού
(σύνδ.)
σαφού
[saˈfu]
Σινασσ.
Από την αρχ. φρ. ἀφ' οὗ. Ο τύπ. σαφού πιθ. ως αποτέλεσμα μετατόπισης των ορίων των μορφημάτων σε συνεκφορές όπου οι προηγούμενες λέξεις έληγαν σε -ς, βλ. ΙΛΝΕ (λ. ἀφοῦ). Εναλλακτικά, από συνεκφορά με το ως. Πβ. και ως > σως.
2. Xρον. σύνδ., αφού, όταν
:
Σαφού πήγεν στην καμαρά της λάλ'σεν το σκυλί
(Όταν πήγε στην κάμαρά της, φώναξε το σκυλί της)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αφότε, αφόν, αφώς