ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαφού (σύνδ.) σαφού [saˈfu] Σινασσ. Από την αρχ. φρ. ἀφ' οὗ. Ο τύπ. σαφού πιθ. ως αποτέλεσμα μετατόπισης των ορίων των μορφημάτων σε συνεκφορές όπου οι προηγούμενες λέξεις έληγαν σε -ς, βλ. ΙΛΝΕ (λ. ἀφοῦ). Εναλλακτικά, από συνεκφορά με το ως. Πβ. και ως > σως.
1. Αιτιολ. σύνδ., αφού, εφόσον, επειδή Σινασσ. Συνών. αφότε
2. Xρον. σύνδ., αφού, όταν : Σαφού πήγεν στην καμαρά της λάλ'σεν το σκυλί (Όταν πήγε στην κάμαρά της, φώναξε το σκυλί της) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αφότε, αφόν, αφώς