σατσμά
(ουσ. ουδ.)
σατσ̑μά
[saˈtʃma]
Φάρασ., Φκόσ.
σατσ̑μάδα
[satʃˈmaða]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. saçma = σκάγι.
Σκάγι
ό.π.τ.