Σατελής
Σατ͑ελούς
[satʰe'lus]
Φάρασ.
Από το τοπων. Σατί και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Αυτός που κατοικεί στο Σατί
:
|| Ασμ.
Ρωμοί Χριστεν' είμαστ' οι Βαρασ̑ωτοί, Κισκελούδες, Σατ͑ελούδες, Φκοσ̑ωτοί
Τζουχουρώτοι τσ̑αι 'τσ̑α οι Αφσαρώτοι τσ̑ιπ μας είμεστε ορτοί Βαρασ̑ωτοί
(Ρωμιοί Χριστιανοί είμαστε οι Φαρασιώτες και οι κάτοικοι από την Κίσκα, το Σατί, το Φκόσικαι το Τσουχούρι κι εκεί από το Αφσάρι είμαστε όλοι μας σωστοί Φαρασιώτες ) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
Τζουχουρώτοι τσ̑αι 'τσ̑α οι Αφσαρώτοι τσ̑ιπ μας είμεστε ορτοί Βαρασ̑ωτοί
(Ρωμιοί Χριστιανοί είμαστε οι Φαρασιώτες και οι κάτοικοι από την Κίσκα, το Σατί, το Φκόσικαι το Τσουχούρι κι εκεί από το Αφσάρι είμαστε όλοι μας σωστοί Φαρασιώτες ) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.