ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σατίρι (ουσ. ουδ.) σατι̂́ρ' [sa'tɯr] Αραβ., Γούρδ., Ποτάμ. σατίρι [saˈtiri] Ανακ. σατούρ' [saˈtur] Σινασσ. Πληθ. σατίρια [sa'tirʝa] Σίλ. σατούρια [sa'turʝa] Γούρδ. Νεότ. ουσ. σατίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. satır (< αραβ. sāṭūr ) = χασαπομάχαιρο. Η λ. σε πολλές ν.ε. διαλ. Πβ. σαντράτσι
Μεγάλο μαχαίρι κουζίνας, μπαλτάς ό.π.τ. : Ντώζ' με σεράνdα κορίτσ̑ια και σεράνdα αλόγατα και σεράνdα σατούρια (Δώσε μου σαράντα κορίτσια και σαράντα άλογα και σαράντα μαχαίρια) Γούρδ. -Dawk. Σο χύρα κουνdά ήτουν ένα σατι̂́ρ' (Κοντά στην πόρτα ήταν ένα μαχαίρι) Γούρδ. -Dawk. Ούλοι τους Χριστιάνοιροι σε τους κόψουσι οπ’ τα σατίρια (Όλους τους Χριστιανούς θα τους σφάξουνε με τους μπαλτάδες) Σίλ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β