σατίρι
(ουσ. ουδ.)
σατι̂́ρ'
[sa'tɯr]
Αραβ., Γούρδ., Ποτάμ.
σατίρι
[saˈtiri]
Ανακ.
σατούρ'
[saˈtur]
Σινασσ.
Πληθ.
σατίρια
[sa'tirʝa]
Σίλ.
σατούρια
[sa'turʝa]
Γούρδ.
Νεότ. ουσ. σατίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. satır (< αραβ. sāṭūr ) = χασαπομάχαιρο. Η λ. σε πολλές ν.ε. διαλ.
Πβ.
σαντράτσι
Μεγάλο μαχαίρι κουζίνας, μπαλτάς
ό.π.τ.
:
Ντώζ' με σεράνdα κορίτσ̑ια και σεράνdα αλόγατα και σεράνdα σατούρια
(Δώσε μου σαράντα κορίτσια και σαράντα άλογα και σαράντα μαχαίρια)
Γούρδ.
-Dawk.
Σο χύρα κουνdά ήτουν ένα σατι̂́ρ'
(Κοντά στην πόρτα ήταν ένα μαχαίρι)
Γούρδ.
-Dawk.
Ούλοι τους Χριστιάνοιροι σε τους κόψουσι οπ’ τα σατίρια
(Όλους τους Χριστιανούς θα τους σφάξουνε με τους μπαλτάδες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β