ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σασλίχι (ουσ. ουδ.) σασ̑λι̂́χ [saʃˈlɯx] Φλογ. σασ̑λούχ [saʃˈlux] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. saçlık= ασημένιο ή χρυσό νόμισμα που στολίζει τα πλεγμένα μαλλιά, όπου και τύπ. saşlıh (THADS, λ. saçlık Ι).
Τσόχινη λωρίδα στολισμένη με φλουριά, η οποία καρφωνόταν πάνω στην μεταξωτή κορδέλα για τις πλεξούδες ό.π.τ. Πβ. αχτσελί, καϊμάς