σασλίχι
(ουσ. ουδ.)
σασ̑λι̂́χ
[saʃˈlɯx]
Φλογ.
σασ̑λούχ
[saʃˈlux]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. saçlık= ασημένιο ή χρυσό νόμισμα που στολίζει τα πλεγμένα μαλλιά, όπου και τύπ. saşlıh (THADS, λ. saçlık Ι).