σασαλαντώ
(ρ.)
Αόρ.
σ̑ασ̑'λάτ'σα
[ʃaˈʃlatsa]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ρ. şaşalamak = κάνω κάποιον να σαστίσει.
Τρομάζω, τρομοκρατώ
:
Σ̑ασ̑'λάτ'σιν ντο
(Τον κατατρόμαξε)
Αφσάρ.
-Dawk.
Συνών.
κορκουντίζω, οϊουκτίζω :1, φοβερίζω