ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρχόζης (επίθ.) σαρχόζης [sar'xozis] Σινασσ. σερχόζης [ser'xozis] Σινασσ. σερχόσης [ser'xosis] Ουλαγ., Φάρασ. σερχόσ̑ης [serˈxoʃis] Φάρασ. ζερχόσ̑ης [zer'xoʃis] Φάρασ. σαρχό'ης [sarˈxois]] Μισθ. σερχό’ης [serˈxois] Ουλαγ. ζερχόσ̑ι [zer'xoʃi] Φάρασ. σαρχόσ' [sarˈxos] Μισθ. σερχόσ' [ser'xos] Μισθ., Ουλαγ. Από το τουρκ. επίθ. sarhoş = μεθυσμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. serhoş, zerhoş.
Μεθυσμένος ό.π.τ. : 'στέρου πότ’σεν ντα κρασί, ποίdζ̑εν ντα σερχόσ̑ης (Ύστερα τον πότισε κρασί, τον έκανε μεθυσμένο, δηλ. τον μέθυσε) Φάρασ. -Dawk. Ισύ με γκιαλαντζεύεις, τσ̑είσι σαρχό'ης (Eσύ μη μιλάς, είσαι μεθυσμένος) Μισθ. -Κοτσαν.