ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σασίρτημα (ουσ. ουδ.) σ̑άσ̑ούρντημα [ʃaˈʃurdima] Φάρασ. σ̑άσ̑ούρ’μα [ʃaˈʃurma] Φάρασ. σ̑ασ̑ούρτσημα [ʃaˈʃurtsima] Σίλ. Από το ρ. σασιρντίζω, όπου και τύπ. σ̑άσ̑ουρτίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα ὀπου και τύπ. -ημα και απλοπ. του συμφ. συμπλέγματος [rtm] > [tm]. που προέκυψε μετά την αποβολή του άτονου /i/.
Έκπληξη, ξάφνιασμα, σάστισμα ό.π.τ. : Οπ’ σ̑ασ̑ούρτσημα μου ντώκι κούπα οπ’ σ̑έρι μου (Aπό την έκπληξή μου έπεσε το ποτήρι από το χέρι μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6