σασίρτημα
(ουσ. ουδ.)
σ̑άσ̑ούρντημα
[ʃaˈʃurdima]
Φάρασ.
σ̑άσ̑ούρ’μα
[ʃaˈʃurma]
Φάρασ.
σ̑ασ̑ούρτσημα
[ʃaˈʃurtsima]
Σίλ.
Από το ρ. σασιρντίζω, όπου και τύπ. σ̑άσ̑ουρτίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα ὀπου και τύπ. -ημα και απλοπ. του συμφ. συμπλέγματος [rtm] > [tm]. που προέκυψε μετά την αποβολή του άτονου /i/.
Έκπληξη, ξάφνιασμα, σάστισμα
ό.π.τ.
:
Οπ’ σ̑ασ̑ούρτσημα μου ντώκι κούπα οπ’ σ̑έρι μου
(Aπό την έκπληξή μου έπεσε το ποτήρι από το χέρι μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6