σασιρντίζω
(ρ.)
σ̑ασ̑ι̂ρντίζω
[ʃaʃɯr'dɯzo]
Αξ., Σεμέντρ.
σ̑ασ̑ι̂ρτίζω
[ʃaʃir'tizo]
Μαλακ.
σ̑άσ̑ουρτίζου
[ʃaʃurˈtizu]
Φάρασ.
σ̑ασ̑ιρντώ
[ʃaʃirˈdo]
Φλογ.
σ̑ασ̑ουρντώ
[ʃaʃurˈdo]
Σίλ.
σ̑άσ̑ουρντάω
[ʃaʃurˈdao]
Φάρασ.
σαστιρντίζου
[sastirˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ şaşırmak = α) μπερδεύομαι β) χάνομαι. O τύπ. σαστιρντίζου με αναλογ. επίδρ. του ρ. σαστίζω.
Μπερδεύομαι, τα χάνω
ό.π.τ.
:
Ζαβαλή σ̑ασ̑ούρτζισιν τα, ρεν ντα γροίκ’σι τσ̑ον τ’ ‘ένηκι
(Η κακόμοιρη τα έχασε, δεν κατάλαβε τι έγινε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5