ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σασιρντίζω (ρ.) σ̑ασ̑ι̂ρντίζω [ʃaʃɯr'dɯzo] Αξ., Σεμέντρ. σ̑ασ̑ι̂ρτίζω [ʃaʃir'tizo] Μαλακ. σ̑άσ̑ουρτίζου [ʃaʃurˈtizu] Φάρασ. σ̑ασ̑ιρντώ [ʃaʃirˈdo] Φλογ. σ̑ασ̑ουρντώ [ʃaʃurˈdo] Σίλ. σ̑άσ̑ουρντάω [ʃaʃurˈdao] Φάρασ. σαστιρντίζου [sastirˈdizu] Μισθ. Από το τουρκ. ρ şaşırmak = α) μπερδεύομαι β) χάνομαι. O τύπ. σαστιρντίζου με αναλογ. επίδρ. του ρ. σαστίζω.
Μπερδεύομαι, τα χάνω ό.π.τ. : Ζαβαλή σ̑ασ̑ούρτζισιν τα, ρεν ντα γροίκ’σι τσ̑ον τ’ ‘ένηκι (Η κακόμοιρη τα έχασε, δεν κατάλαβε τι έγινε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5