σασιτιρντίζω
(ρ.)
σ̑ασ̑ι̂τι̂ρτίζω
[ʃaʃɯtɯr'tizo]
Μαλακ.
σ̑ασ̑ι̂τι̂ρdίζου
[ʃaʃɯtɯr'dɯzu]
Μισθ.
Αόρ.
σ̑ασ̑ι̂τι̂ρσα
[ʃaʃɯ'tɯr'sa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. şaşırtırmak = κάνω κάποιον να εκπλαγεί.
1. Κάνω κάποιον να τα χάσει
Αξ., Μαλακ.
2. Μπερδεύομαι
Μισθ.