ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σασιτιρντίζω (ρ.) σ̑ασ̑ι̂τι̂ρτίζω [ʃaʃɯtɯr'tizo] Μαλακ. σ̑ασ̑ι̂τι̂ρdίζου [ʃaʃɯtɯr'dɯzu] Μισθ. Αόρ. σ̑ασ̑ι̂τι̂ρσα [ʃaʃɯ'tɯr'sa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. şaşırtırmak = κάνω κάποιον να εκπλαγεί.
1. Κάνω κάποιον να τα χάσει Αξ., Μαλακ.
2. Μπερδεύομαι Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 07/12/2024