σασκίν
(επίθ.)
σ̑ασ̑qίν
[ʃa'ʃqɯn]
Μαλακ., Τελμ.
σασ̑κούνης
[saˈʃkunis]
Σίλ.
σ̑ασ̑χούνι
[ʃa'ʃxuni]
Φάρασ.
σ̑ασ̑χούν'
[ʃa'ʃxun]
Φάρασ.
σ̑αχούνι
[ʃa'xuni]
Φάρασ.
τσ̑ασ̑κούνης
[tʃaˈʃkunis]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. şaşkın = α) μπερδεμένος, ζαλισμένος β) ανόητος.
1. Έκπληκτος, μπερδεμένος
Φάρασ.
2. Ανόητος
Μαλακ., Σίλ., Τελμ.
:
Τόνα ήταν αqουλού, κι τ’ άλλου ήτανι σ̑ασ̑qίν
(το ένα ήταν έξυπνο και το άλλο ήταν ανόητο)
Μαλακ.
-Dawk.
Αντίθ
ακιλής