ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σασκίν (επίθ.) σ̑ασ̑qίν [ʃa'ʃqɯn] Μαλακ., Τελμ. σασ̑κούνης [saˈʃkunis] Σίλ. σ̑ασ̑χούνι [ʃa'ʃxuni] Φάρασ. σ̑ασ̑χούν' [ʃa'ʃxun] Φάρασ. σ̑αχούνι [ʃa'xuni] Φάρασ. τσ̑ασ̑κούνης [tʃaˈʃkunis] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. şaşkın = α) μπερδεμένος, ζαλισμένος β) ανόητος.
1. Έκπληκτος, μπερδεμένος Φάρασ.
2. Ανόητος Μαλακ., Σίλ., Τελμ. : Τόνα ήταν αqουλού, κι τ’ άλλου ήτανι σ̑ασ̑qίν (το ένα ήταν έξυπνο και το άλλο ήταν ανόητο) Μαλακ. -Dawk.
Αντίθ ακιλής