σασχούνα
(επίρρ.)
σ̑ασ̑χούνα
[ʃa'ʃxuna]
Φάρασ.
Από το επίθ. σασκίν, όπου και τύπ. σ̑ασ̑χούνι, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Μπερδεμένα, σε σύγχυση