ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σατσάχ (ουσ. ουδ.) σατσάχ' [saˈtsax] Σινασσ. Πληθ. σατσάχια [saˈtsaça] Δίλ. σατσ̑άχ̇ια [saˈtʃaxia] Ανακ. Aπό το τουρκ. ουσ. saçak = α) κρόσσι, φούντα β) προεξέχον γείσο στέγης γύρω από σπίτι γ) διάθλαση του φωτός. Η σημ. 2 με επίδρ. του ουσ. saç = μαλλιά.
1. Γείσο σπιτιού Σινασσ.
2. Μαλλιά Ανακ., Δίλ. : || Φρ. Όλιου τα σατσ̑άχ̇ια (Του Ήλιου τα μαλλιά˙ οι ακτίνες του Ήλιου) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. μαλλί