σαφάχι
(ουσ. ουδ.)
σ̑αφάχι
[ʃaˈfaçi]
Σίλ., Φάρασ.
σαφάχ̇ι
[ʃaˈfaxɯ]
Φάρασ.
σ̑αφάκι
[ʃaˈfa ci]
Φάρασ.
σαφάκ'
[saˈfak]
Τελμ., Φερτάκ.
σ̑αφάκ'
[ʃaˈfak]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
σ̑αβάχ
[ʃaˈvax]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. şafah = αυγή, όπου και διαλεκτ. τύπ. şavak και şavah (THADS, λ. şavak I, και λ. şavah). Εσφαλμένη η ετυμολογ. πρόταση του Ανδριώτη (1948) από το τουρκ. ουσ. sabah = πρωί.
Το πρωί, η αυγή
ό.π.τ.
:
Έσ̑υριν ντου σ̑αφάχ', φώτ’σιν, σ̑ηκώτ’
(ήρθε η πρωί, έφεξε, σηκωθείτε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
σ̑αφάκι γιαχίνι
(κοντά στο ξημέρωμα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Φρ.
Πέτασε σ̑αφάκ'
(πέταξε η αυγή˙ ξημέρωσε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σαφάκ ιλτιζ̑ί
(της αυγής άστρο˙ η πούλια, η Αφροδίτη.Πβ. τουρκ. <em>şafah yıldızı</em> /διαλεκτ. şafah <em>ıldızı</em> .)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
σ̑αφάκ καρανλιγ̇ί
(της αυγής το σκοτάδι˙ το σκοτάδι του λυκαυγούς. Πβ. τουρκ. <em>şafak karanlığ</em>ı.)
Αξ.
-Μαυροχ.
Να πεσ' σαφάκ'
(να πέσει η αυγή˙ να ξημερώσει. Πβ. τουρκ. <em>şafah atmak</em> (η αυγή πετάει, ξημερώνει) )
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αυγή, αυγίτσα