αυγή
(ουσ. θηλ.)
αυγή
[aˈvʝi]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ.
'βγη
[vʝi]
Φάρασ.
ευή
[eˈvi]
Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
εύη
[ˈevi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
νευγή
[neˈvʝi]
Αξ., Φλογ.
Από το μεταγν. αὐγή (αρχ. σημ. ‘φως του ήλιου'). Οι τύπ. με ε- πιθ. λόγω φωνηεντ. αρμονίας. Το αρκτ. ν- από συνεκφ. με το άρθρ. στην αιτ. και μετατόπιση των ορίων των μορφημάτων.
1. Αυγή, ο χρόνος κατά τον οπ. ανατέλλει ο ήλιος, ξημέρωμα
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Η αυγή θενά μας δείξει τίνος μάνα θενά λείψει
(Η αυγή θα μας δείξει ποιανού η μάνα θα λείψει˙ σε περιπτώσεις τραγικής ειρωνείας, όταν την παθαίνει κάποιος που δεν το περιμέναμε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ξυπνάτε, εσείς αυγής πουλιά, ας έβγουμ' ασ' τον Άδη
(Ξυπνήστε, εσείς πουλιά της αυγής, ας βγούμε από τον Άδη)
Τελμ.
-Αλεκτ.
Συνών.
ανατολή :1, σαφάχι, φώτισμα :1
2. Στην αιτ. ως επίρρ., κατά τα χαράματα
ό.π.τ.
:
Την ευή να σωρευτούμε τζιπ μας σην εκκλεσία
(Την αυγή να μαζευτούμε όλοι μας στην εκκλησία)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Την ευή έβγκαμ', πηάγαμι σο Κουβλέκ Πουγαζί
(Τα χαράματα βγήκαμε, πήγαμε στο Κουβλένη Μπουγάζι)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Την ευή, τε την ευίτσα σηκώθαμ', ρόφησαμ' λαΐκκον τραχανάς τσι έβκαμ' πάλι ση στράτα
(Την αυγή, πολύ πρωί σηκωθήκαμε, ρουφήξαμε λίγο τραχανά και ξαναβγήκαμε στην στράτα)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Συνών.
αυγίτσα
β.
Ως επίρρ., το επόμενο πρωί, αύριο
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Την ευή 'μείς 'α νάρτωμε αδέ
(Αύριο εμείς θα έρθουμε εδώ
)
Φάρασ.
-Dawk.
'στέρου την ευή πάλι ήρτε η γρα̈́
(Την επόμενη μέρα πάλι ήρθε η γριά
)
Φάρασ.
-Dawk.
'μείς πάλι είχαμι το γαϊγού ν'τα φυάξουμει σως την ευή
(Εμείς πάλι είχαμε την έγνοια να τα φυλάξουμε ως την άλλη μέρα το πρωί
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
'γώ είμει γρέ, την ευή έν να χαθώ
(Εγώ είμαι γριά, αύριο θα πεθάνω
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Νευγή νύχτα
(Νύχτα της επόμενης μέρας
˙
Νύχτα παραμονής μεγάλης εορτής, Χριστουγέννων ή Πάσχα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Την ευή την άλλη
(Το μεθεπόμενο πρωί
˙
Μεθαύριο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.