ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άτσοντο (αντων.) άτσονdο [ˈatsondo] Φάρασ. ατσόνdο [aˈtsondo] Φάρασ. άτσονdου [ˈatsondu] Φάρασ. ατσόνdε [aˈtsonde] Φάρασ. Aπό το δεικτ. επίρρ. άτια, όπου και τύπ. άτσε, την αόρ. ποσοτ. αντων. όσος, και τον αδύνατο τύπο της προσωπ. αντων. αυτός (βλ. Καρολίδης 1885: 121) ή τούτος. Το σχήμα πιθ. αναλογ. προς το τουρκ. bu kadar = τόσο. Πβ. όσος
1. Αόρ. δεικτ. αντων., τόσος : Άτσονdο λίρες πού τα ήβρες; (Τόσες λίρες πού τις βρήκες;) Φάρασ. -Dawk. 'γώ τούζ 'άν’dα ποίκω· άτσονdο τ’ άβγα τούζ θέλει τα σκοτώσω; (Εγώ τι να κάνω· πώς να σκοτώσω τόσα άλογα;) Φάρασ. -Dawk. Ατσονdιά χρόνες 'νενgώθεις, είδες τσ̑αι α φίδι; (Τόσα χρόνια που τριγυρνάς (κυνηγώντας), έχεις δει και κάποιο φίδι;) Φάρασ. -Dawk. Συνών. καντάρ
2. Αόρ. αναφορ. αντων., όσος : Έbαρ' άτσονdο 'υρέφ' (Πάρε όσα θέλεις) Φάρασ. -Dawk. Να σκοτώσουμ' άτσονdου 'α πορέσουμ' (Να σκοτώσουμε όσους θα μπορέσουμε) Φάρασ. -Αναστασ. Είχαν άτσονdον 'υρεύκαν παράδε (Είχαν όσα λεφτά ήθελαν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. καντάρ, όποσος
3. Αόρ. δεικτ. επίρρ., τόσο : Να κατένκα άτσονdου πουά, 'α καdζ̑έψω μο το Θεό (Αν ήξερα τόσο πολλά, θα μιλούσα, μα τον Θεό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Είπεν ντι ο Χριστός «Ατσόνdo 'κανεί!» (Είπε ο Χριστός «Φτάνει τόσο!» = Λουκ. 22.51 Ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἔως τούτου) Φάρασ. -Lag. Άτσονdο παρακάλτσα τα τσ̑αι να μη νάρτει αδέ! (Τόσο τον παρακάλεσα και να μην έρθει εδώ!) Φάρασ. -Αναστασ. Ζαλ άτσονdo πάλι αχμάχος τζ̑οὔμαι (Ε δεν είμαι και τόσο κουτός δα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Άτσονdου μη 'νοίζεσαι· το κρύο 'α σε πάρει ταρνά (Μην ανοίγεσαι τόσο· γρήγορα θα σε πάρει ο αέρας˙ Για όσους λένε μεγάλα λόγια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Τις τα έβγκαλεν ντo 'φτάλμι σου; - Ο αδεφό μου - Χαλέμου έν' ατσονdό φαθικά βγκαλμένο (Ποιος σου έβγαλε το μάτι σου; - Ο αδερφός μου - Γιαυτό είναι τόσο βαθιά βγαλμένο˙ Οι πιο κοντινοί σου άνθρωποι είναι συχνά αυτοί που σου κάνουν το μεγαλύτερο κακό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καντάρ
4. Αόρ. αναφορ. επίρρ., όσο : Έφεν άτσονdου έφεν ο λύκος (Έφαγε όσο έφαγε ο λύκος) Φάρασ. -Αναστασ. Άτσονdου ήταν μακρά άτσοντσ̑είνο μέτρος μετράνκε (Όσο πιο μακριά ήταν τόσο περισσότερους πόντους κέρδιζε) Φάρασ. -Ανδρ. Φά’ άτσονdου 'υρεύ' (Φάε όσο θέλεις) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Το νερό άτσονdου 'άν’dα κουπανίσ', πάλι έν' νερό (Το νερό όσο και να το χτυπάς πάλι νερό είναι, δεν γίνεται βούτυρο˙ για μάταιες προσπάθειες ή αμετάπειστους ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Ατσονdού 'α φά' το 'ρνίθι άτσοντσ̑είνο 'εννά (Όσο θα φάει η κότα τόσο θα γεννά˙ Η απόδοση ενός οικόσιτου ζώου εξαρτάται από το πόσο καλά το ταΐζουμε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καντάρ, όσος