ατσαλιά
(ουσ. θηλ.)
ατσαλιά
[atsaˈʎa]
Αραβαν.
Πληθ.
'τσαλιές
[tsaˈʎes]
Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
'τζελέ
[dzeˈle]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ἀτσαλιά (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀτσαλιά 7-8), το οπ. από το μεσν. επίθ. ἄτζαλος και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.