ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατσαλιά (ουσ. θηλ.) ατσαλιά [atsaˈʎa] Αραβαν. Πληθ. 'τσαλιές [tsaˈʎes] Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. 'τζελέ [dzeˈle] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ἀτσαλιά (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀτσαλιά 7-8), το οπ. από το μεσν. επίθ. ἄτζαλος και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
1. Βρωμιά Φάρασ., Φλογ. Συνών. βρώμος, λέρα, μποκλούχ, πισλίχι, ρύπος
2. Στον πληθ., σκουπίδια, απορρίμματα ό.π.τ. Συνών. αποτσαλιές