ατλάτημα
(ουσ. ουδ.)
ατλάτημα
[atˈlatima]
Φλογ.
Aπό το ρ. ατλαντίζω (Ι), όπου και τύπ. ατλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.