ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατολντώ (ρ.) Αόρ. ατόλτζησα [aˈtoldzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. atılmak = ρίχνομαι πάνω σε κάποιον, ορμάω σε κάποιον (παθ. του ρ. atmak = ρίχνω).
1. Ρίχνομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον : 'πότ' κι αν τσην είπα ότσι Ειρήνης Γιώργης 'μου, ατόλτζησε απάνου μου (Μόλις της είπα ότι είμαι ο Γιώργης ο γιος της Ειρήνης, ρίχτηκε απάνω μου (και με αγκάλιασε)) Σίλ. -Καρίπ.
2. Πετάγομαι : Σι κείνου απάνου, ατόλτζησι Μαριστά κι είπι (Πάνω σ' εκείνη την κουβέντα πετάχτηκε η Μαριστά και είπε) Σίλ. -Καρίπ. Συνών. κουντώ