ατσοντότε
(επίρρ.)
ατσ̑ιντότι
[atʃintoti]
Τσουχούρ.
Aπό το δεικτ. επίρρ. άτια, όπου και τύπ. άτσε, την αόρ. ποσοτ. αντων. όσος, και το επιρρ. τότε.
Τότε
:
Ατσ̑ιντότι η νύφη 'πο 'πιτσ̑εί πήνι ορτά σου παπά το σπίτι
(Τότε η νύφη από εκεί πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπά)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Ερ να έχουμι σιτμάς, γιά πονεί ο γαφά μας, τσερετός, νε’όλημα, ατσ̑ιντότι πααίνουμι σο χασταχανέ
(Αν έχουμε συνάχι ή πονάει το κεφάλι μας, ξερατό, αναγούλα, τότε πηγαίνουμε στο νοσοκομείο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
απεκεί, εκτότε, όζαμαν, τότε :1, υστέρου