ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατσοντότε (επίρρ.) ατσ̑ιντότι [atʃintoti] Τσουχούρ. Aπό το δεικτ. επίρρ. άτια, όπου και τύπ. άτσε, την αόρ. ποσοτ. αντων. όσος, και το επιρρ. τότε.
Τότε : Ατσ̑ιντότι η νύφη 'πο 'πιτσ̑εί πήνι ορτά σου παπά το σπίτι (Τότε η νύφη από εκεί πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπά) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Ερ να έχουμι σιτμάς, γιά πονεί ο γαφά μας, τσερετός, νε’όλημα, ατσ̑ιντότι πααίνουμι σο χασταχανέ (Αν έχουμε συνάχι ή πονάει το κεφάλι μας, ξερατό, αναγούλα, τότε πηγαίνουμε στο νοσοκομείο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. απεκεί, εκτότε, όζαμαν, τότε :1, υστέρου