ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αυγόπουρνα (επίρρ.) αυόπουρνα [aˈvopurna] Σίλ. αόπουρνα [aˈopurna] Σίλ. οβόπουρνα [oˈvopurna] Σίλ. οόπουρνα [oˈopurna] Σίλ. αυόπουρμα [aˈvopurma] Σίλ. οβόπουρμα [oˈvopurma] Σίλ. αόπουρμα [aˈopurma] Σίλ. αόπουρμι [aˈopurmi] Σίλ. αόπουμα [aˈopuma] Σίλ. αόπ'μα [aˈopma] Σίλ. αυόπ'μα [aˈvopma] Σίλ. οόπ'μα [oˈopma] Σίλ. Από τα ουσ. αὐγή και πουρνό. Οι τύπ. με [m] αντί [n] υπό την επίδρ. του συνδ. πουρμή = πριν (Costakis 1968: 99).
(Πολύ) πρωί, την αυγή : Αυόπουρμα κι 'ρώ τι ρε ζούμουσις; (Από το πρωί (προσπαθείς) κι ακόμη δεν ζύμωσες;) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'ένηκι αυόπουρμα (Ξημέρωσε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αύρι' αβόπουρμα τσ̑ισκιάν σ'κώνιτι έρκαντα κι γκαλαdζ̑εύγει, κείνους σε ρήσ̑ει ντανά (Αύριο το πρωί όποιος από μας ξυπνήσει το ξημέρωμα και μιλήσει (πρώτος), εκείνος θα πάει να δέσει το μοσχάρι) Σίλ. -Dawk. Αυόπουρμα Ντουνιά Γκϋζελί τρανά ότσ̑ι παιρί πέσανι (Την αυγή η Πεντάμορφη βλέπει ότι ο νεαρός πέθανε) Σίλ. -Αρχέλ. Οπ' τ' αόπουμα κι 'ρώ τι ολόρτα είμου, κουράσ̑κα (Είμαι όρθια από το πρωί, κουράστηκα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ωζ οόπουρμα (ως το πρωί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ως αόπ'μα κλαίουσ̑ι γυό τους· αόπ'μα παιρί παγαίνει να τσ̑ην οκουτσ̑ήσει 'ς τα λημόρια (Ως το πρωί κλαίνε οι δυό τους (ενν. την πεθαμένη)· το πρωί το παιδί πηγαίνει στα μνήματα για να της διαβάσει την συγχωρετική ευχή.) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αόπουρμα σηκωνούμιστι εμείς τα παιριά (Το πρωί σηκωνόμαστε εμείς τα παιδιά ) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Αυόπουρμα αυόπουρμα (Πρωί πρωί˙ πολύ πρωί) -Κωστ.Σ. Συνών. αυγή :2, αυγίτσα, ταναμαζούκα