ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταναμαζούκα (επίρρ.) ταναμαζούκα [tanamaˈzuka] Αφσάρ. τανιμαζίκα [tanimaˈzika] τανιμαζούκα [tanimaˈzuka] Αφσάρ. τανιμαζούχα [tanimaˈzuxa] Τσουχούρ. Από το τουρκ. επίρρ. tañlacak = νωρίς το πρωί, την αυγή, όπου και διαλεκτ. τύπ. tañlacık, tañlacah (TSS, λ. tañlacak). Εσφαλμένη η άποψη του Dawkins (1916: 649) ότι προέρχεται από λεξικοποίηση της φρ. ταρν' αμ' αζού (= αδού) κά (= κάτω).
1. Νωρίς το πρωί, πρωί πρωί ό.π.τ. : Τανιμαζούχα, ο τατάς τουν τα τέσ-σαρα τα φσ̑όχα του πάλι πάγασιν τα 'ς α̈ σίχ̇ι ορμάνι (Πρωί πρωί ο πατέρας τους πήγε πάλι τα τέσσερα παιδιά σε ένα πυκνό δάσος) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. αυγή :2, αυγίτσα, αυγόπουρνα
2. Γρήγορα εδώ κάτω Αφσάρ. : Ταναμαζούκα, άμι σο ζευγκάρι! (Πήγαινε γρήγορα εκεί, πήγαινε στο άροτρο!) Αφσάρ. -Dawk.