ταναλίκι
(ουσ. ουδ.)
ταναλίκ'
[tanaˈlik]
Σίλατ.
τ͑αναλούχ'
[tʰanaˈlux]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. danalık (THADS, λ. danalık).
Χώρος στον στάβλο για τα μοσχάρια
ό.π.τ.