ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάνι (ουσ. ουδ.) τάνι ['tani] Φάρασ. dάνι ['dani] Φάρασ. Από το αρμεν. ουσ. թան (t’an) = αϊράνι, βουτυρόγαλα.
Ποτό από ξινό τυρόπηγμα ανακατωμένο με νερό, σούπα, ζωμό και χυλό Φάρασ. : || Παροιμ. Κουπάν' ντο τάνι, κουπάν' ντα, πάλ' έν' ντάνι (χτύπα το τυρόγαλο, χτύπα το, πάλι είναι τυρόγαλο˙ σε εκείνους που ματαιοπονούσαν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τάνιν τζ̑ο 'σ̑ει σο σπίτι του να πει, πααίνει μο το κούρκι να σ̑έσει (Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει˙ Ενώ είναι πολύ φτωχός, προσποιείται τον πλούσιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.