τάνι
(ουσ. ουδ.)
τάνι
['tani]
Φάρασ.
dάνι
['dani]
Φάρασ.
Από το αρμεν. ουσ. թան (t’an) = αϊράνι, βουτυρόγαλα.
Ποτό από ξινό τυρόπηγμα ανακατωμένο με νερό, σούπα, ζωμό και χυλό
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Κουπάν' ντο τάνι, κουπάν' ντα, πάλ' έν' ντάνι
(χτύπα το τυρόγαλο, χτύπα το, πάλι είναι τυρόγαλο˙ σε εκείνους που ματαιοπονούσαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τάνιν τζ̑ο 'σ̑ει σο σπίτι του να πει, πααίνει μο το κούρκι να σ̑έσει
(Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει˙ Ενώ είναι πολύ φτωχός, προσποιείται τον πλούσιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.