ταμπί
(επίρρ.)
τ͑αbί
[tʰa'bi]
Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. tabii = φυσικά, όπου και διαλεκτ. τύπ. tabi.
Βέβαια
ό.π.τ.