τάμα
(ουσ. ουδ.)
τάγμα
['taɣma]
Δίλ., Μαλακ., Σινασσ.
τάμα
['tama]
Αξ., Γούρδ., Φάρασ.
Πληθ.
τάματα
['tamata]
Αξ., Γούρδ., Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. τάγμα = δεσμευτική υπόσχεση. Ο τύπ. τάμα ήδη μεσν.
Ό,τι τάζουμε στον άγιο
ό.π.τ.
:
Κάνκαμε λειτουργία σ̑ο ξωκκλήσι και φσάζανε γουρπάνια όσοι είχανε τάμα
(κάναμε και λειτουργία στο ξωκλήσι και σφάζανε σφάγια όσοι είχανε τάμα)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Και όταν κάνκαμε τάμα φσάζαμε γουρπάνια
(και όταν κάναμε τάμα σφάζαμε σφάγια)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142