ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάμα (ουσ. ουδ.) τάγμα ['taɣma] Δίλ., Μαλακ., Σινασσ. τάμα ['tama] Αξ., Γούρδ., Φάρασ. Πληθ. τάματα ['tamata] Αξ., Γούρδ., Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. τάγμα = δεσμευτική υπόσχεση. Ο τύπ. τάμα ήδη μεσν.
Ό,τι τάζουμε στον άγιο ό.π.τ. : Κάνκαμε λειτουργία σ̑ο ξωκκλήσι και φσάζανε γουρπάνια όσοι είχανε τάμα (κάναμε και λειτουργία στο ξωκλήσι και σφάζανε σφάγια όσοι είχανε τάμα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Και όταν κάνκαμε τάμα φσάζαμε γουρπάνια (και όταν κάναμε τάμα σφάζαμε σφάγια) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142