ταλιμλούς
(επίθ.)
τ͑αλιμλούς
[tʰalimˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. talimli = α) γυμνασμένος β) εκπαιδευμένος.
Γυμνασμένος