ταλιπουράνος
(ουσ. αρσ.)
τα̈λιπουράνος
[tælipuˈranos]
Φάρασ.
Σύμφωνα με τον Αναστασιάδη (1980: 51) από το τουρκ. ουσ. delipuran, λ. που όμως δεν απαντά στην Tουρκ. Πιθανότερη η προέλευση από το όνομα λαϊκού ποιητή του 19ου αιώνα Deli Boran, η ζωή του οποίου αποτέλεσε την βάση για την δημιουργία πολλών φανταστικών ιστοριών με αίσιο πάντα τέλος (όπου deli = τρελός και boran = α) τυφώνας, ανεμοστρόβιλος β) πρόβλημα, μπελάς· βλ. Yanık 1961, Schönig 2000:75), όπου και βαλκανικός τουρκ. τύπ. луд вихър ‘deli buran’ (βλ. Стефан Илчев 1969: 159). Εναλλακτικά, από το τουρκ. διαλεκτ. delibayram = α) τρελός β) θορυβώδης, ζωηρός (THADS, λ. delibayram). Λιγότερο πιθ. η αναγωγή στο τουρκ. διαλεκτ. dalgıran = α) πολύ δυνατός άνεμος β) αναιδής, βλαβερός άνθρωπος (THADS, λ. dalgıran).%n
Τρελός, ασυλλόγιστος
Φάρασ.