τακιρνταντίζω
(ρ.)
τακ̇ιρνταdίζω
[takɯrda'dɯzo]
Αξ.
τακ̇ιρνταdώ
[takɯrdaˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. takırdamak = κάνω θόρυβο, τρίζω.
Κροτώ, παράγω ήχο
ό.π.τ.
:
Το κελέμ' ντίσ̑κεν στο ξ̑ύλο, τακ̇ιρdάdιζε
(το κολοκύθι χτυπούσε στο δέντρο και έκανε θόρυβο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τακ̇ιρνταντά τσ̑η σ̑ύρα
(Χτυπάει την πόρτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5