ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τακιρνταντίζω (ρ.) τακ̇ιρνταdίζω [takɯrda'dɯzo] Αξ. τακ̇ιρνταdώ [takɯrdaˈdo] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. takırdamak = κάνω θόρυβο, τρίζω.
Κροτώ, παράγω ήχο ό.π.τ. : Το κελέμ' ντίσ̑κεν στο ξ̑ύλο, τακ̇ιρdάdιζε (το κολοκύθι χτυπούσε στο δέντρο και έκανε θόρυβο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τακ̇ιρνταντά τσ̑η σ̑ύρα (Χτυπάει την πόρτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5