ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τακατούκα (ουσ. ουδ.) τακατούκα [taka'tuka] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. taktuka ή takatuka = α) θόρυβος β) είδος σταχτοδοχείου γ) διαλεκτ. σημ., ξύλινο γουδί, γουδοχέρι. Πβ. και τουρκ. taktak = κόπανος για ρούχα. Οι λ. απώτερα ηχομιμητ.
Γουδί Αραβαν., Γούρδ.
β. Γουδοχέρι Γούρδ., Μαλακ.