τακατούκα
(ουσ. ουδ.)
τακατούκα
[taka'tuka]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. taktuka ή takatuka = α) θόρυβος β) είδος σταχτοδοχείου γ) διαλεκτ. σημ., ξύλινο γουδί, γουδοχέρι. Πβ. και τουρκ. taktak = κόπανος για ρούχα. Οι λ. απώτερα ηχομιμητ.
Γουδί
Αραβαν., Γούρδ.
β.
Γουδοχέρι
Γούρδ., Μαλακ.