τάι
(ουσ. ουδ.)
τ͑άι
['tʰai]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
τάγι
[ˈtaʝi]
Αραβαν.
Πληθ.
τ͑άγια
['tʰaʝa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tay = πουλάρι αλόγου.