ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάι (ουσ. ουδ.) τ͑άι ['tʰai] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. τάγι [ˈtaʝi] Αραβαν. Πληθ. τ͑άγια ['tʰaʝa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. tay = πουλάρι αλόγου.
Πουλάρι αλόγου ηλικίας ως τριών ετών ό.π.τ. : Γένντσιν ντ' άλουγου μας τσι μποίκιν να όμουρφου τ͑άι (γέννησε το άλογό μας και έκανε ένα όμορφο πουλάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Πήρεν τζ̑αι το τ͑άιν ντου (πήρε και το πουλάρι του) Φάρασ. -Dawk. Συνών. κιρίκα, κουρί, πουλάρι