ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρί (I) (ουσ. ουδ.) κουρί [kuˈri] Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ. Από το παλαιότ. τουρκ. (< περσ.) ουσ. kürre = πουλάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kuri.
Πουλάρι ό.π.τ. : Μαρτιού κουρί (Μαρτιάτικο πουλάρι· ειρων. για τα μικρά φρεσκοκουρεμένα αγοράκια) Σίλατ. -Χωλόπ. Καμηλού κουρί (Πουλάρι καμήλας) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. κιρίκα, πουλάρι, τάι