κουρί (I)
(ουσ. ουδ.)
κουρί
[kuˈri]
Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ.
Από το παλαιότ. τουρκ. (< περσ.) ουσ. kürre = πουλάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kuri.