ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρλεντίζω (ρ.) κουρλετίζου [kurleˈtizu] Τσουχούρ., Φάρασ. κουρλα̈τίζω [kurlæˈtizo] Αφσάρ. κουλ-λενdίζω [kullenˈdizo] Φάρασ. κουρλενdώ [kurlenˈdο] Φλογ. κουρλετώ [kurleˈtο] Φλογ. Αόρ. κουρελέτ’σα [kureˈletsa] Φάρασ. γουλάντ'σα [ɣuˈlantsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. gürlemek = α) κάνω δυνατό θόρυβο β) βροντώ γ) διαλεκτ., για ξύλα, παίρνω γρήγορα φωτιά, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Στο γ΄ εν., βροντά, ρίχνει βροντές ό.π.τ. : Όξου σ̑ονίζει κουρλετίζει, η παρ'καμίνα νάφτει (Έξω χιονίζει, βροντάει, το τζάκι είναι αναμμένο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ήρτινι βρεσ̑ή, κουρλέτσινι (Ήρθε βροχή, βρόντηξε) Τσουχούρ. -VLACH Κουρλετέ (Βροντά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Κουρλεντά και τράφτ' (Βροντά και αστράφτει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σάμου κουρλετίσκινι, λέγκαντα δεβαίνει ο Προφήτ' Ηλίας μο τον αραπά (Όταν βρόνταγε, έλεγαν περνάει ο Προφήτης Ηλίας με το κάρο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. βροντώ
2. Μτβ., κατακλύζω με βροντές Φάρασ. : Έβγκη α σέλι, αν άνεμος· πήραν ντα αdζ̑είνο το νομάτη, κουρελέτ’σεν ντα (Φούσκωσε ένας χείμαρρος, ένας άνεμος· πήραν αυτόν τον άνθρωπο, τον κατέκλυσε με βροντές) Φάρασ. -Dawk.
3. Αμτβ., για φωτιά, πιάνω γρήγορα φωτιά, φουντώνω Αφσάρ., Φάρασ. : Γουλ-λαντίζει η νιστία (φουντώνει η φωτιά) Φάρασ.
4. Αμτβ., ανάβω, φωτίζω Φάρασ. : || Ασμ. Σου Καβάρη γουλάντ'σε, αδα̈́ τζ̑οὔψε (Στου Καβάρη (τον απέναντι βράχο) φώτισε, εδώ δεν άναψε (άσμ. που τραγουδούσαν οι νέοι, όταν φυσούσαν για να άναψουν τους σωρούς ξύλων την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου. Αν άναβε η φωτιά, ο νέος που άναψε την φωτιά θεωρείτο ειλικρινής)) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.