κουρμπάτσι
(ουσ. ουδ.)
κι̂ρμπάτσ̑'
[kɯrˈbatʃ]
Σεμέντρ.
γ̇ιπ͑ράτσ̑ι
[ɣiˈpʰratʃi]
Φάρασ.
γουβράτσ’
[ɣuˈvrats]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. κουρμπάτζι (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κουρμπάτζο), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kırbaç = μαστίγιο.
Μαστίγιο
ό.π.τ.
:
Λαχαίνου ντ΄αλούγαδα μι δου γουβράτσ'
(Χτυπάω τα άλογα με το μαστίγιο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πήρεν στα χέρια τ’ το κι̂ρμπατσ̑', σαλάσεν ντο ισύ ετσέ
(Πήρε στα χέρια του το μαστίγιο, το ανέμισε προς τα εδώ)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283