ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρμπάτσι (ουσ. ουδ.) κι̂ρμπάτσ̑' [kɯrˈbatʃ] Σεμέντρ. γ̇ιπ͑ράτσ̑ι [ɣiˈpʰratʃi] Φάρασ. γουβράτσ’ [ɣuˈvrats] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. κουρμπάτζι (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κουρμπάτζο), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kırbaç = μαστίγιο.
Μαστίγιο ό.π.τ. : Λαχαίνου ντ΄αλούγαδα μι δου γουβράτσ' (Χτυπάω τα άλογα με το μαστίγιο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήρεν στα χέρια τ’ το κι̂ρμπατσ̑', σαλάσεν ντο ισύ ετσέ (Πήρε στα χέρια του το μαστίγιο, το ανέμισε προς τα εδώ) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283