ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρμπάνι (ουσ. ουδ.) κουρμπάνι [kurˈbani] Ανακ. κουρμπάν' [kurˈban] Αξ., Τροχ., Τσελτ. qουρπάν' [qurˈpan] Φλογ. γουρμπάνι [ɣurˈbani] Φάρασ., Φκόσ. γουρμπάν' [ɣurˈban] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ. γουρπάνι [ɣurˈpani] Κίσκ., Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. κουρμπάνι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kurban = α) σφάγιο β) θύμα.
Θυσία, σφάγιο ό.π.τ. : Κρεύ' ανθρωπιού qουρπάν' το τεμέλ' (Θέλει θυσία ανθρώπου το θεμέλιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Παναΐα μου, συντάζω σε 'α γουρπάνι, να ποίκ' το υιό μου κα (Παναγία μου, σου τάζω ένα σφαχτό, να κάνεις τον γιο μου καλά) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Και όταν κάνκαμε τάμα φσάζαμε γουρπάνια (και όταν κάναμε τάμα σφάζαμε σφάγια) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Να 'ινώ γουρμπάνι σου! (Να γίνω θυσία για σένα!) Φάρασ. -Αναστασ. Πααίνκαμ’ κοφτίνκαμ' γουρπάνε, τρώνκαμ', πίνκαμ', χορεύκαμ' (Πηγαίναμε, σφάζαμε σφάγια, τρώγαμε, πίναμε, χορεύαμε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άι-Λαύρα μ', κάνε μι καλά και να σε ποίκω γουρμπάν' ένα γότσ' (Άγιε Λαυρέντη μου, κάνε με καλά και να σου θυσιάσω ένα κριάρι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Ασμ. Ηφέραμ’ σε που’ά γουρπάνε
του σε τιμούν, ’ς πουν ’ς φάνε
( Σου φέραμε πολλές σφάγια
αυτοί που σε τιμούν, να πιουν, να φάνε)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.