ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουριμπιζί (επίθ.) κουριbιζί [kuribiˈzi] Αξ. Αγν. ετύμ.
Ρεζίλι, κορόιδο : Μποίκεν το κουριbiζί (Τον έκανε ρεζίλι, τον εξευτέλισε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.