κουριμπιζί
(επίθ.)
κουριbιζί
[kuribiˈzi]
Αξ.
Αγν. ετύμ.
Ρεζίλι, κορόιδο
:
Μποίκεν το κουριbιζί
(Τον έκανε ρεζίλι, τον εξευτέλισε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ρεζίλι
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025