κουριμπιζί
(επίθ.)
κουριbιζί
[kuribiˈzi]
Αξ.
Αγν. ετύμ.
Ρεζίλι, κορόιδο
:
Μποίκεν το κουριbiζί
(Τον έκανε ρεζίλι, τον εξευτέλισε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.