ρεζίλι
(επίθ.)
ρεζίλι
[reˈzili]
Φάρασ.
ιρεζίλι
[ireˈzili]
Φάρασ.
ιρεζίλ'
[ireˈzil]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
γιραζίλ'
[ʝiraˈzil]
Μισθ.
Αρσ.
ρεζίλης
[reˈzilis]
Φάρασ.
Θηλ.
ιρεζίλ’τ͑σα
[ireˈziltʰsa]
Φάρασ.
Πληθ.
ρεζίλια
[reˈziʎa]
Αραβαν.
γιραζίλια
[ʝiraˈziʎa]
Μισθ.
Θηλ.
ρεζίλισσα
[reˈzilisa]
Σίλ.
ιρεζίλ’τ͑σα
[ireˈziltʰsa]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. επίθ. rezil, όπου και διαλεκτ. τύπ. irezil = α) ποταπός, χυδαίος β) ατιμωμένος, εξευτελισμένος γ) παλιάνθρωπος.
Ρεζίλι, εξευτελισμένος
ό.π.τ.
:
'σ' το σον τη χαραή 'ενόμιστι ρεζίλι
(Εξαιτίας σου γινόμαστε ρεζίλι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Μαρκαώνουνε με τις ναίτσες τους τσ̑αι 'ίνονται ρεζίλι
(Τσακώνονται με τις γυναίκες τους και γίνονται ρεζίλι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Mη 'ένουμ' σον γκόσμον ρεζίλια
(Μη γίνουμε ρεζίλι στον κόσμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μη τ' ακούσει κανείς τσ̑αι να 'ινούμε ιρεζίλι ντεγί
(Να μην το ακούσει κανείς και γίνουμε ρεζίλι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μποίκιν γιραζίλ χόρουντά τ'
(Έκανε ρεζίλι την οικογένειά του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου ντου γιραζίλ'
(Tον κάνω ρεζίλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tσ̑ι να μη σας μποίκου, λέου, τσ̑ι γιραζίλια τσ̑αγά
(Kαι να μη σας κάνω, λέω, και ρεζίλι εδωπέρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ισύ, λέ', ξέβαλις γιόμωσις δου χωριό, λέ', ποίκις μας γιραζίλ, λέ'
(Εσύ λέει, έβγαλες (φήμες), γέμισες το χωριό, λέει, μας έκανες ρεζίλι, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Σεμαδεύτα, 'ενόμουν βεζίρης· παρεδόθα, 'ενόμουν ρεζίλης
(Αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης· παντρεύτηκα, έγινα ρεζίλης˙ τον γαμπρό τον περιποιούνται και τον κολακεύουν όσο είναι ακόμα αρραβωνιασμένος, και αφού γίνει ο γάμος του φέρονται άσχημα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.