ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρεζίλι (επίθ.) ρεζίλι [reˈzili] Φάρασ. ιρεζίλι [ireˈzili] Φάρασ. ιρεζίλ' [ireˈzil] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. γιραζίλ' [ʝiraˈzil] Μισθ. Αρσ. ρεζίλης [reˈzilis] Φάρασ. Θηλ. ιρεζίλ’τ͑σα [ireˈziltʰsa] Φάρασ. Πληθ. ρεζίλια [reˈziʎa] Αραβαν. γιραζίλια [ʝiraˈziʎa] Μισθ. Θηλ. ρεζίλισσα [reˈzilisa] Σίλ. ιρεζίλ’τ͑σα [ireˈziltʰsa] Φάρασ. Aπό το τουρκ. επίθ. rezil, όπου και διαλεκτ. τύπ. irezil = α) ποταπός, χυδαίος β) ατιμωμένος, εξευτελισμένος γ) παλιάνθρωπος.
Ρεζίλι, εξευτελισμένος ό.π.τ. : 'σ' το σον τη χαραή 'ενόμιστι ρεζίλι (Εξαιτίας σου γινόμαστε ρεζίλι) Φάρασ. -Αναστασ. Μαρκαώνουνε με τις ναίτσες τους τσ̑αι 'ίνονται ρεζίλι (Τσακώνονται με τις γυναίκες τους και γίνονται ρεζίλι) Φάρασ. -Παπαδ. Mη 'ένουμ' σον γκόσμον ρεζίλια (Μη γίνουμε ρεζίλι στον κόσμο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μη τ' ακούσει κανείς τσ̑αι να 'ινούμε ιρεζίλι ντεγί (Να μην το ακούσει κανείς και γίνουμε ρεζίλι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μποίκιν γιραζίλ χόρουντά τ' (Έκανε ρεζίλι την οικογένειά του) Μισθ. -Κοτσαν. Σ̑άνου ντου γιραζίλ' (Tον κάνω ρεζίλι) Μισθ. -Κοτσαν. Tσ̑ι να μη σας μποίκου, λέου, τσ̑ι γιραζίλια τσ̑αγά (Kαι να μη σας κάνω, λέω, και ρεζίλι εδωπέρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ισύ, λέ', ξέβαλις γιόμωσις δου χωριό, λέ', ποίκις μας γιραζίλ, λέ' (Εσύ λέει, έβγαλες (φήμες), γέμισες το χωριό, λέει, μας έκανες ρεζίλι, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Σεμαδεύτα, 'ενόμουν βεζίρης· παρεδόθα, 'ενόμουν ρεζίλης (Αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης· παντρεύτηκα, έγινα ρεζίλης˙ τον γαμπρό τον περιποιούνται και τον κολακεύουν όσο είναι ακόμα αρραβωνιασμένος, και αφού γίνει ο γάμος του φέρονται άσχημα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.