ραχατλαντουρντώ
(ρ.)
ραχατλανdουρdώ
[raraxatlandrˈdo]
Σίλ.
Από τον αόρ. rahatlandırdı του τουρκ. ρ. rahatlandırmak = ανακουφίζω.
Ηρεμώ ή ξεκουράζω κάποιον
:
Καλά καλά ραχατλανdουρντούν ντους
(Τους έκαναν να νιώσουν ξεκούραστα)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
αναπαύω