ρεμίλι
(ουσ. ουδ.)
ρεμίλι
[reˈmili]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. remil (< αραβ.), όπου και τύπ. remli = γεωμαντεία, μαντική με σχεδιασμό μαγικών σχημάτων στην άμμο, επί των οποίων ο μάντης ρίχνει τυχαία βότσαλα και μαντεύει μέσω του πού θα πέσουν (Tietze 2018: λ. remil).
Γεωμαντεία
:
Ήτουνε μέγα μπουγουτζ̑ής, τζες του κοντάνκε ρεμίλι, χέρι το σ̑έγι κατένκεν τα
(Ήτανε μεγάλη μάγισσα, όταν έρριχνε βότσαλα για γεωμαντεία, μάθαινε τα πάντα)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Βίνεψε α μέγα ρεμίλι, τζ̑αι ηύρεν τι το φσ̑αχόκκο 'ς του Θεού κατέχεν πολύ.
(Έρριξε μιά μεγάλη μαντεία, και βρήκε ότι ο νεαρός είχε από τον Θεό πολλές ικανότητες)
Φάρασ.
-Dawk.Boy